καταλαμβάνω

καταλαμβάνω
(AM καταλαμβάνω)
1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.)
2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ νέου τῆς ψυχής ακρόπολιν», Πλάτ.)
3. συλλαμβάνω κάποιον αιφνιδίως κατά την εκτέλεση μιας πράξης (α. «η σύζυγος τόν κατέλαβε εξ απρόοπτου ενώ εκείνος γλυκοκοίταζε τη γειτόνισσα» β. «τόν τοξότην ήκοντα καταλαβεῑν», Αριστοφ.
γ. «κατελήφθη σου λάθρᾳ πωλῶν τὰ σά», Ευρ.)
4. κυριεύω, ενσκήπτω (α. «τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε... θάνατος», Ομ. Ιλ.
β. «συμφορά... κατείληφ' ἀστυγείτονας πόλεις», Ευρ.)
5. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι («κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς αἰσθήσεως», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αποκτώ κάτι με επίπονη προσπάθεια
2. (για κτήματα) κατέχω χώρο, εκτείνομαι («τα κτήματά τού γείτονα καταλαμβάνουν πολλά στρέμματα»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατειλημμένος, -η, -ο
ο μη διαθέσιμος, ο πιασμένος («όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες»)
μσν.
1. συναντώ κάποιον
2. (για χρόνο) συμπληρώνομαι («ὡς γοῡν ἐκαταλάβασιν κἂν δεκαπέντε χρόνια»)
3. φτάνω σε κάποιο μέρος («τὸ πότε ἐκατέλαβεν ἐκεῑ εἰς τὴν Βενετίαν», Χρον. Moρ.)
μσν.-αρχ.
1. επέρχομαι, καταφθάνω («τῆς... νυκτὸς ἤδη καταλαμβανούσης», Διόδ.)
2. βρίσκομαι παρών σε περίσταση («Ἄμασιν κατέλαβε ζώοντα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. πιάνω κάτι γερά («τοῡ κατὰ νῶτα λαβών», Ομ. Οδ.)
2. προλαβαίνω κάποιον κατά τη στιγμή που φεύγει («οἱ δὲ καταλαμβάνοντες τοὺς φεύγοντας», Ηρόδ.)
3. αιφνιδιάζω («μὴ καταλαμβάνοιντο προϊούσαις ταῑς κλεισιάσιν εἰς τὸν στενωπόν», Πλούτ.)
4. παραλαμβάνω, παίρνω, αποδέχομαι
5. καλύπτω, σκεπάζω («καταλαβὼν τῇ χειρὶ σοῡ τόν... ὀφθαλμόν», Πλάτ.)
6. στερεώνω κάτι σπρώχνοντάς το προς τα κάτω («καταλαμβάνειν πῶμα γόμφοις», Πλούτ.)
7. εμποδίζω, σταματώ («καταλαβεῑν αὐτῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν», Ηρόδ.)
8. δεσμεύω, αναγκάζω, υποχρεώνω («πίστι τε καταλαβόντες καὶ ὁρκίοισι», Ηρόδ.)
9. καταδικάζω, τιμωρώ («μὴ τὸν ἀναίτιον καταλαβόντας τὸν αἴτιον ἀφεῑναι», Αντιφ.)
10. (για τον ενάγοντα) εξασφαλίζω την καταδίκη
11. μέσ. καταλαμβάνομαι (για συγγραφείς) αφηγούμαι κάτι («τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τούτων μνήμην ποιήσομαι», Ηρόδ.)
12. παθ. α) (για πρόσ.) κατέχομαι, εμφορούμαι («ὑπὸ τοῡ θεοῡ καταληφθείς», Πλωτίν.)
β) συμπιέζομαι, συνθλίβομαι («τὰς φλέβας καταλαμβανόμενοι», Αριστοτ.)
13. (το ουδ. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) τὰ καταλαβόντα
τα συμβάντα, οι περιστάσεις
14. φρ. «καταλαμβάνω τὸ πνεῡμα» — κρατώ την αναπνοή (Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταλαμβάνω — seize pres subj act 1st sg καταλαμβάνω seize pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαμβάνω — καταλαμβάνω, κατέλαβα βλ. πίν. 165 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταλαμβάνω — έλαβα, ήφθηκα, κατειλημμένος, η, ο 1. παίρνω κάτι στην κατοχή μου αυθαίρετα, γίνομαι κάτοχος κάποιου με τη βία ή με την ικανότητά μου, κατακτώ. 2. πιάνω κάποιον ξαφνικά να κάνει κάτι παράνομο: Τον κατέλαβε να βουτάει το ξένο πορτοφόλι. 3. (για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλαμβάνετε — καταλαμβάνω seize pres imperat act 2nd pl καταλαμβάνω seize pres ind act 2nd pl καταλαμβάνω seize imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαμβάνῃ — καταλαμβάνω seize pres subj mp 2nd sg καταλαμβάνω seize pres ind mp 2nd sg καταλαμβάνω seize pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλελημμένα — καταλαμβάνω seize perf part mp neut nom/voc/acc pl καταλελημμένᾱ , καταλαμβάνω seize perf part mp fem nom/voc/acc dual καταλελημμένᾱ , καταλαμβάνω seize perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατειλημμένα — καταλαμβάνω seize perf part mp neut nom/voc/acc pl κατειλημμένᾱ , καταλαμβάνω seize perf part mp fem nom/voc/acc dual κατειλημμένᾱ , καταλαμβάνω seize perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακαταλαμβάνω — καταλαμβάνω εκ νέου ό,τι είχα χάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταλαμβάνω. ΠΑΡ. ανακατάληψη] …   Dictionary of Greek

  • καταλαβομένων — καταλαμβάνω seize aor part mid fem gen pl καταλαμβάνω seize aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαβόμενον — καταλαμβάνω seize aor part mid masc acc sg καταλαμβάνω seize aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”